πνευματολογία

πνευματολογία
η, Ν
έρευνα, μελέτη γύρω από το θέμα τής μεσολάβησης τών πνευμάτων στην επικοινωνία τού θεού με τους ανθρώπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pneumatology (< πνεύμα, -ατος + -λογία*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πνευματολογικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πνευματολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πνευματολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1786 στον Χρ. Ακαρνάνα] …   Dictionary of Greek

  • πνευματολόγος — ο, Ν αυτός που έχει ως αντικείμενο μελέτης του την πνευματολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pneumatologist + (< πνεύμα, ατος + λόγος*). Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στο περιοδικό Νέος Πυθαγόρας] …   Dictionary of Greek

  • πνεύμα — ατος, το / πνεῡμα, ΝΜΑ, και πνέμα Ν 1. η ψυχή και οι λειτουργίες της, ο ψυχικός κόσμος, σε αντιδιαστολή προς τη σάρκα, την ύλη και τον υλικό κόσμο 2. ο νους και οι ικανότητές του, η ευφυΐα, ο λόγος 3. καθετί το άυλο, το ασύλληπτο με τις αισθήσεις …   Dictionary of Greek

  • АФАНАСИЙ I ВЕЛИКИЙ — [Греч. ̓Αθανάσιος ὁ Μέγας] (ок. 295, Александрия? 2.05.373, там же), cвт. (пам. 18 янв., 2 мая), еп. Александрийский (с 8 июня 328), великий отец и учитель Церкви. Свт. Афанасий Великий. Фреска собора мон ря прп. Антония Великого в Египте. XIII в …   Православная энциклопедия

  • ИОАНН (ЗИЗИУЛАС) — Иоанн (Зизиулас [греч. ᾿Ιωάννης Ζηζιούλας] (род. 10.01.1931, с. Катафийон, близ г. Козани, Греция), митр. Пергамский (с 1986), богослов. Жизнь Иоанн (Зизиулас), митр. Пергамский, на конференции «Святитель Василий Великий отец и учитель Церкви» в… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”